Ένα αλλιώτικο χριστουγεννιάτικο παραμύθι
Έσκυψε και με κοίταξε. Ήμουν πεσμένος κάτω, πάνω σε μια υγρή, λασπωμένη κούτα. Δεν άντεχα το κρύο, δεν άντεχα τον πόνο… Την κοίταξα στα μάτια. Ήταν ένα κοριτσάκι ούτε δέκα χρονών. Κάτι την απασχολούσε. Προτιμούσε να κοιτάζει εμένα, παρά τις στολισμένες βιτρίνες. Έβγαλε το μικρό κόκκινο μπουφάν της και το ακούμπησε πάνω μου. Παρατήρησα τότε ότι στο κεφαλάκι της φορούσε κάτι χριστουγεννιάτικα κέρατα ταράνδου. Χαμογέλασα. Δεν μπορούσα να μιλήσω όμως. Δάκρυσα και ένιωσα τα δάκρυα να παγώνουν πριν καν βγουν από τα μάτια μου. Κάτι πήγε να μου πει, αλλά σταμάτησε και άρχισε να τρέχει. Ξαφνικά, πέρασαν σχεδόν από πάνω μου τρεις άντρες τρέχοντας κι αυτοί από πίσω της. Δεν άργησαν να πιάσουν το κοριτσάκι κι αυτό άρχισε να κλαίει και να φωνάζει με όλη της τη δύναμη. Δεν κατάφερα να καταλάβω τι έλεγε. Δεν μπορούσα να ελέγξω τις αισθήσεις μου. Ένιωθα το κεφάλι μου να πιέζεται… Το κρύο. Αυτό το άτιμο κρύο… Τυλίχτηκα όσο μπορούσα με το μικροσκοπικό μπουφάν, το μοναδικό χριστουγεννιάτικο δώρο που μου είχε κάνει ποτέ κανείς.
Εκείνη η νύχτα έμοιαζε να κρατά περισσότερο από τις προηγούμενες. Ώρες ατέλειωτες. Δεν μπορούσα να βγάλω το κοριτσάκι απ’ το μυαλό μου. Έμεινα εκεί, κουλουριασμένος, περιμένοντας να βγει ο ήλιος μήπως με ζεστάνει λίγο, μήπως στεγνώσουν και τα βρεγμένα ρούχα μου. Το κυπελάκι βρισκόταν δίπλα μου άδειο από ψιλά. Πεινούσα, διψούσα, είχα ανάγκη από λίγα κέρματα. Τίποτα. Άδειο για δεύτερη μέρα, παρόλο που έχασα το μέτρημα προσπαθώντας να μετρήσω πόσοι πέρασαν από μπροστά μου. Ήταν πολλοί κι εγώ ένας. Ήταν πολλοί, μα εγώ, τελικά, κανένας. Σταμάτησα να βλέπω ανθρώπους και άρχισα να βλέπω σακούλες. Σακούλες και σακούλες και σακούλες. Περνούσαν οι σακούλες από δίπλα μου και διάβαζα τι έγραφαν πάνω τους. «Καλά Χριστούγεννα» έγραφαν ή «Καλή Χρονιά». Δεν έχω παράπονο. Ούτε μία σακούλα δεν πέρασε από δίπλα μου χωρίς να μου ευχηθεί κάτι.
Το πρώτο φως της παραμονής των Χριστουγέννων με βρήκε ξύπνιο. Δυσκολεύτηκα πολύ να σηκωθώ. Στερεώθηκα στην παγωμένη κολώνα πίσω μου. Πάντα διάλεγα κάποια κολώνα για να περάσω τη νύχτα, γιατί μου άρεσε να κοιτάζω τα χαρτιά που κολλούσαν πάνω τους. Ήταν πολύχρωμα και έλεγαν ό,τι μπορούσε να φανταστεί κανείς. Μόλις σηκώθηκα, μια φωτογραφία μού τράβηξε αμέσως την προσοχή. Ήταν το κοριτσάκι! Από πάνω με έντονα μαύρα γράμματα έγραφε «Χάθηκε». Κοίταξα για κάποιο τηλέφωνο, αλλά η βροχή είχε καταστρέψει το κομμάτι που βρισκόταν το τηλέφωνο. Μια ημερομηνία αρκετά πιο παλιά διέκρινα μόνο. Το κοριτσάκι κάποτε είχε χαθεί και κάποιοι το έψαχναν. Έψαξα σε κάθε κολώνα που γνώριζα. Θυμάμαι τα κοκκαλωμένα δάχτυλά μου να προσπαθούν να ξεκολλήσουν τις μεγάλες αφίσες, για να βρουν τα χαρτιά που ήταν από κάτω. Σαν τρελός πήγαινα από κολώνα σε κολώνα. Κάποιοι με έβλεπαν και τρόμαζαν. Άλλοι γελούσαν. Κανείς δεν με ρώτησε τι έψαχνα. Ούτε και με είδαν να βρίσκω κάτι, γιατί δεν κατάφερα να βρω άλλη φωτογραφία της.
Τώρα θα σας πω τι μου άλλαξε τη ζωή. Δυο μέρες πριν την Πρωτοχρονιά ήταν. Ήμουν καθισμένος έξω από ένα γνωστό μαγαζί με πανάκριβα ρούχα. Ρούχα για «καθώς πρέπει» ανθρώπους. Δεν μπορώ να πω ότι τους ζήλευα, αλλά μ’ έπιανε ένα μικρό παράπονο κάθε φορά που κοιτούσα τις τιμές. Κοστούμια και φορέματα που στοίχιζαν μια περιουσία. Έδιναν τόσα για ένα ρούχο, ενώ θα μπορούσαν να ντύσουν πολύ κόσμο με τα μισά χρήματα. Βέβαια, άλλη ποιότητα το ακριβό ρούχο, αλλά όλα ρούχα είναι πια! Κάθονταν από πάνω μου και κοιτούσαν τη βιτρίνα. Εμένα δεν μου έδιναν σημασία. Αόρατος! Ο γνωστός «κανένας». Τόσα χρήματα έδιναν κάθε φορά που έμπαιναν εκεί μέσα, αλλά σ’ εμένα ούτε ένα κέρμα. Είχα ενσωματωθεί στο τοπίο, είχα γίνει ένα αδιάφορο κομμάτι του χώρου. Δεν τους ενδιέφερε, δεν ασχολούνταν. Είχαν συνηθίσει να μη με βλέπουν.
Ξαφνικά, ένας πολύ καλοντυμένος κύριος, λίγο πάνω από τα πενήντα, που βιαζόταν να μπει μέσα στο μαγαζί, παραλίγο να με πατήσει. Έχοντας καρφωμένο το βλέμμα του στην είσοδο, δεν κοιτούσε πουθενά αλλού και μου παρέσυρε το κυπελάκι. Είχε λίγα κέρματα τότε. Αυτά κύλισαν και, τελικά, έπεσαν σ’ ένα φρεάτιο. Γύρισε και με κοίταξε, αλλά, αν κρίνω από το βλέμμα του, δε νομίζω ότι είχε καταλάβει τι είχε κάνει. Στάθηκα πάνω από το φρεάτιο και γονάτισα. Έκλαψα. Κάλυψα τα μάτια μου με τα βρόμικα χέρια μου. Ήμουν μες τη μέση του δρόμου και ενοχλούσα τους περαστικούς. Έπιασα το ποτηράκι, μάζεψα δυο κέρματα που βρήκα και γύρισα στη θέση μου. Μόλις στέγνωσαν τα δάκρυά μου, κάτι είδα μέσα στο ποτήρι. Ένα ασπρόμαυρο χαρτάκι. Το έπιασα και το ξετύλιξα. Ήταν από ένα τυχερό παιχνίδι. Κάποιος μου έβαλε στο ποτήρι ένα δελτίο ενός τυχερού παιχνιδιού. Κοίταξα την ημερομηνία και είδα ότι ήταν της προηγούμενης ημέρας. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Λες; Αναρωτήθηκα. Αν μου έκαναν πλάκα, θα ήταν πολύ κακόγουστη.
Λίγο πιο μακριά, βρισκόταν ένα πρακτορείο τυχερών παιχνιδιών. Μόλις μπήκα μέσα, ένας πελάτης με κοίταξε περίεργα και μου ζήτησε επίμονα να περάσω έξω. Πήγα στο ταμείο και έδωσα στον υπάλληλο το δελτίο. Εκείνος το έλεγξε και μου είπε ότι κέρδισα 10.000 ευρώ! Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που άρχισα να τρέμω και να μιλάω ψευδά. Είδα το μέλλον να περνάει από μπροστά μου. Είχα μέλλον. Ναι! Είχα μέλλον! Ποιος να ήταν άραγε αυτός που μου άφησε το δελτίο; Ένας «κανένας» ήταν κι αυτός;
Ήταν πολλά τα λεφτά. Αγόρασα καινούργια ρούχα, νοίκιασα ένα μικρό διαμέρισμα και άρχισα να ζω με αξιοπρέπεια. Δεν είχα τελειώσει το σχολείο και σκέφθηκα ότι έπρεπε να το κάνω κι αυτό. Πρώτα, όμως, έπρεπε να βρω δουλειά. Την επομένη της ημέρας που νοίκιασα το σπίτι, άρχισα να ψάχνω. Αγόραζα κάθε δεύτερη Τρίτη μια εφημερίδα που ήταν γεμάτη αγγελίες. Πήγα σε πολλές συνεντεύξεις, αλλά δεν με έπαιρναν πουθενά. Πήγα σε μεταφορικές, σε μια οικοδομή, σε μερικές ψησταριές, αλλά μάταια. Δεν άργησα να καταλάβω το λάθος μου. Τους έλεγα την ιστορία μου. Έπρεπε να την κρύψω και αυτό αποφάσισα να κάνω. Λίγοι άνθρωποι θυμούνται ότι πρέπει να δίνουν δεύτερες ευκαιρίες.
Τελικά τα κατάφερα και βρήκα μια καλή δουλειά. Εξωτερικές εργασίες σε μια εταιρεία, από αυτές τις μεγάλες τις διαφημιστικές. Η μοίρα μού έπαιξε ένα περίεργο παιχνίδι όμως. Μαντέψτε ποιον είχα αφεντικό. Μαντέψτε ποιος με εμπιστεύθηκε να δουλεύω δίπλα του. Εκείνος που μου έσπρωξε το ποτηράκι με τα κέρματα. Τον θυμόμουν καλά, γιατί δεν θα μπορούσα με τίποτα να ξεχάσω αυτόν από τον οποίο ξεκίνησαν όλα. Παράξενη που είναι η ζωή τελικά!
Δούλεψα εκεί για αρκετό καιρό. Φυλλάδια μοίραζα κυρίως. Κατάφερα να τελειώσω και το σχολείο. Σε εσπερινό λύκειο πήγα. Το πρωί δουλειά, το βράδυ σχολείο. Δύσκολο πολύ, αλλά τα κατάφερα. Πέρασα και στο Πανεπιστήμιο και σπούδασα οικονομικά. Μην σας κάνει εντύπωση που ασχολήθηκα μ’ αυτά τα πολύχρωμα χαρτιά. Ήθελα πολύ να σπουδάσω οικονομικά, για ν’ ανοίξω μια μέρα μια δική μου επιχείρηση. Ήμουν σίγουρος ότι ποτέ δεν θα γινόμουν σκλάβος αυτών των χαρτιών. Δεν θα γινόμουν ποτέ τέτοιος. Τα μόνα πολύχρωμα χαρτιά που αγαπώ είναι οι ζωγραφιές των παιδιών μου. Τέλειωσα το Πανεπιστήμιο και μετά από λίγο βρήκα δουλειά σε μια άλλη εταιρεία, πολύ μεγαλύτερη από την προηγούμενη. Δεν μάλωσα με το παλιό μου αφεντικό, απλά του ζήτησα να φύγω και εκείνος το δέχθηκε. Και να μην το δεχόταν, εγώ θα έφευγα έτσι κι αλλιώς.
Αναγκάστηκα κι εγώ να αγοράσω μερικά σχετικά ακριβά κοστούμια. Όλα σκουρόχρωμα. Βέβαια, τη μονοτονία του μαύρου στην ντουλάπα μου, την έσπαγε το κόκκινο χρώμα εκείνου του μπουφάν. Ποτέ δεν έβγαλα από το μυαλό μου το κοριτσάκι. Κάθε φορά που άνοιγα τη ντουλάπα, έβλεπα το μπουφάν και θυμόμουν το προσωπάκι της. Αναρωτιόμουν τι να είχε απογίνει, πού να βρισκόταν…
Μ’ αυτά και μ’ αυτά φθάνουμε στο σήμερα. Κατάφερα και άνοιξα τη δική μου εταιρεία. Μια εταιρεία που έκανε εισαγωγές και εμπόριο ρούχων. Τα πράγματα πήγαν πάρα πολύ καλά. Μου έδωσαν και μία επιδότηση και κατάφερα να ανοίξω και μια μικρή βιοτεχνία. Στην αρχή, είχα βρει λίγους έμπειρους εργαζόμενους. Σιγά-σιγά, κατάφερα και συγκέντρωσα μια μεγάλη ομάδα αστέγων. Με κάποιους γνωριζόμασταν από παλιά. Έμαθαν γρήγορα τη δουλειά και σύντομα βρέθηκαν να δουλεύουν στη βιοτεχνία, η οποία μεγάλωνε και μεγάλωνε μέχρι που έγινε μία από τις μεγαλύτερες της χώρας. Αρκετοί εργαζόμενοι ήταν πρώην άστεγοι και όλοι τους ήταν εξαιρετικοί στη δουλειά τους. Δούλευαν σκληρά και τιμούσαν τα χρήματα που έβγαζαν. Τους βοήθησα να βρουν κατοικία, βοήθησα τα παιδιά τους να σπουδάσουν και έκανα ό,τι μπορούσα για να σβήσω τη θλίψη από τα μάτια τους. Μια θλίψη που είναι αδύνατον να σβηστεί όσα χρόνια κι αν περάσουν. Πάντα κάτι μένει χαραγμένο. Δεν γίνεται και δεν πρέπει να ξεχάσεις ποτέ.
Επεκτάθηκα πολύ. Άνοιξα καταστήματα σε όλη τη χώρα. Ήθελα να ανοίξω κάποια καταστήματα και στο εξωτερικό, πάλι με την ίδια λογική. Μπορούσα να βοηθήσω και εκεί κόσμο. Άνθρωποι που μας έχουν ανάγκη υπάρχουν παντού. Αυτό το βήμα με φόβιζε όμως. Ούτε καν ένα διακριτικό σύμβολο δεν είχα βρει, για να συνοδεύει την επωνυμία που τυπωνόταν πάνω στα ρούχα, αλλά δεν άργησε να μου έρθει η ιδέα. Βρήκα το καλύτερο σύμβολο που θα μπορούσα να βάλω. Το κόκκινο μπουφάν! Εκείνο το κόκκινο μπουφάν που μου είχε χαρίσει το κοριτσάκι. Το έβγαλα φωτογραφία από την μπροστινή μεριά και, με λίγη δουλειά στον υπολογιστή, το έβαλα μέσα σε ένα μικρό λευκό κύκλο. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, βρισκόταν πάνω σε κάθε καινούργιο ρούχο της βιοτεχνίας. Δεν το είχα πειράξει καθόλου. Έτσι κόκκινο, με ένα μικρό σκίσιμο που είχε. Όπως ακριβώς μου το είχε χαρίσει.
Η σκέψη αυτή μου επιφύλασσε μια έκπληξη. Έτσι όπως καθόμουν σκυμμένος πάνω από κάτι έγγραφα της εταιρείας, μια κοπέλα μου χτύπησε την πόρτα. Την κοίταξα και τη ρώτησα τι ήθελε. Μου είπε ότι ήταν άνεργη και ότι ήθελε να μου αφήσει ένα βιογραφικό. Πέντε χρόνια είχαν περάσει από τότε που είχε τελειώσει τη σχολή της. Είχε σπουδάσει κοινωνικές επιστήμες και μιλούσε τρεις ξένες γλώσσες. Με εντυπωσίασε το βιογραφικό της. Μιλήσαμε αρκετά και η ιδέα να την προσλάβω μου πέρασε από το μυαλό. Θα μπορούσε να με βοηθήσει με τις ξένες γλώσσες της κιόλας. Ίσως να μπορούσε να με βοηθήσει με τις γνωριμίες που ήθελα να κάνω με συναδέλφους από το εξωτερικό… Όμως, αντί να τη ρωτάω εγώ κάποια πράγματα για τον εαυτό της, ξεκίνησε εκείνη τις ερωτήσεις. Δεν δίστασα να της μιλήσω για μένα. Και τότε, μου είπε ότι αποφάσισε να έρθει να με βρει μόλις είδε το μπουφάν στο λογότυπο και ότι με το που με είδε, με αναγνώρισε. Ναι! Ήταν το κοριτσάκι! Δεν το πίστευα! Τη βρήκα! Ή, μάλλον, εκείνη με βρήκε.
Μου είπε την ιστορία της. Η μητέρα της δεν μπορούσε να τη μεγαλώσει και είχε ζητήσει τη βοήθεια ενός ιδρύματος. Στο ίδρυμα, το κοριτσάκι ήταν μακριά από τη μητέρα του, αλλά είχε ένα πιάτο ζεστό φαγητό, καθαρό νερό και δεν κρύωνε το χειμώνα. Όμως, δεν άντεχε και θα τα αντάλλαζε όλα αυτά για την αγκαλιά της μητέρας της. Το έσκαγε από το ίδρυμα και περιφερόταν στους δρόμους για να τη βρει. Μια φορά την έψαχναν για μέρες. Τότε ήταν που έβαλαν κι αυτές τις αφίσες με τη φωτογραφία της. Εκείνη την ημέρα που την πρωτοείδα, το είχε σκάσει πριν λίγη ώρα από ένα παιδικό χριστουγεννιάτικο πάρτι και τη βρήκαν γρήγορα. Θυμόταν το μπουφάν και το σκίσιμο που είχε πάνω του. Είχε σκιστεί σε μια προηγούμενη «απόδρασή» της από το ίδρυμα. Θυμόταν το μπουφάν της μετά από τόσα χρόνια! Θυμόταν και εμένα μετά από τόσα χρόνια. Για εκείνη δεν υπήρξα ποτέ ο «κανένας». Είχα βουρκώσει, όπως τότε. Την κοιτούσα, όπως τότε.
Η μητέρα της ήταν κι εκείνη άστεγη. Η μικρή ήθελε τότε να με ρωτήσει αν γνώριζα τη μητέρα της επειδή κι εγώ ήμουν άστεγος. Όμως, μόλις είδε αυτούς που την κυνηγούσαν, έτρεξε μακριά και δεν πρόλαβε να με ρωτήσει. Το είχε σκάσει και άλλες φορές από τότε, αλλά όταν έμαθε ότι η μητέρα της πέθανε και δεν θα την ξαναέβλεπε ποτέ πια, σταμάτησε να το κάνει. Έδωσε κι εκείνη το δικό της αγώνα και βγήκε δυνατή. Πολύ περίεργο πράγμα η ζωή! Εννοείται πως την προσέλαβα. Εννοείται πως με βοήθησε πολύ και, τελικά, έγινε και η επέκταση στο εξωτερικό. Με έπεισε μάλιστα να πω την ιστορία μου στον κόσμο, για να αποδείξω σε όλους πόσο πολύ εύκολο είναι ν’ αλλάξει η ζωή ενός ανθρώπου.
Έδινα τη μία συνέντευξη πίσω από την άλλη και, τώρα πια, όλοι γνωρίζουν ποιος είμαι. Περνούν τυχαία από δίπλα μου και με χαιρετάνε. Παλιά, με χαιρετούσαν μόνο οι σακούλες τους. Θυμάστε; Ο ίδιος άνθρωπος ήμουν και τότε, απλά φορούσα άλλα ρούχα. Τα ρούχα μου ήταν βρόμικα, αλλά η ψυχή μου ήταν καθαρή. Μην κρίνετε τους ανθρώπους από το τι φοράνε. Κοιτάξτε στα μάτια τους και δείτε την ψυχή τους.
Όλα όσα σας ανέφερα δεν θα μπορούσαν να είχαν γίνει αν κάποιος δεν μου έδινε εκείνες τις 10.000. Μόνο τόσα χρειάζονταν τελικά για να γίνει η αρχή και να σωθούν τόσοι άνθρωποι. Άργησα πολύ να μάθω το όνομα του δικού μου ευεργέτη. Ήθελε να παραμείνει «κανένας». Ένας «κανένας» μέσα στους πολλούς, αλλά ένας «κανένας» που έκανε κάτι. Ένας «κανένας» που νοιάστηκε. Ένας «κανένας» που έπαψε να είναι «κανένας» όταν ήρθε ο γιος του να μου μιλήσει. Παρόλο που ο πατέρας του δεν ήθελε να το μάθω, εκείνος ήθελε πολύ να μου το πει, για να μην τύχει και πω ξανά, άθελά μου, κάποια άσχημη κουβέντα για τον πατέρα του. Μεγάλος επιχειρηματίας ήταν ο πατέρας του, αλλά ήταν και καλός άνθρωπος. Βοηθούσε όσους είχαν ανάγκη. Δυστυχώς, είχε φύγει από τη ζωή μόλις πριν μερικές ημέρες. Ο γιος του, πιτσιρίκος τότε, είχε βάλει με τρόπο το τυχερό δελτίο στο κυπελλάκι. Ο πατέρας του το είχε ζητήσει. Ποιος ήταν ο πατέρας του; Το πρώτο μου αφεντικό. Ναι, αυτός ήταν. Αυτός που μου έριξε το κυπελλάκι και έχασα τα κέρματα, αλλά κι αυτός τελικά που με βοήθησε να κερδίσω μια ζωή. Δεν ήταν αδιάφορος τελικά, δεν ήταν «κανένας».
Έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους που είχαν μεγάλη ανάγκη. Δεν είχαν όλοι γνώσεις που είναι γραμμένες σε βιβλία. Είχαν, όμως, τη γνώση της ζωής και τη θέληση ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Διψούσαν για μάθηση και είχαν όρεξη για δουλειά περισσότερο από κάθε άλλον. Ακόμα και στο καλύτερο πανεπιστήμιο του κόσμου να πήγαιναν ή ακόμα και να είχαν και την καλύτερη δουλειά, η δίψα τους δεν θα έσβηνε ποτέ. Αυτή τη δίψα τη χαρίζουν και στα παιδιά τους και στα παιδιά των παιδιών τους. Η δίψα για ζωή είναι ενέργεια και η ενέργεια δεν χάνεται όπως λέει και η φυσική, απλά χαρίζεται.
Χριστούγεννα έχουμε και τώρα. Από τότε που έμαθα ποιος ήταν ο ευεργέτης μου, κάθε χρόνο τέτοια εποχή ευεργετώ κι εγώ κάποιον. Χαρίζω μια ευκαιρία ζωής σε κάποιον άγνωστο που έχει μεγάλη ανάγκη, χωρίς να γνωρίζει ποιος ήταν εκείνος που του την προσέφερε. Αν δεχθείς καλό στη ζωή σου, πολλαπλασίασέ το και επέστρεψε το. Όχι μόνο σ’ εκείνον που σε βοήθησε, αλλά σε όλους όσους σε χρειάζονται. Μην βλέπεις το καλό σαν «χάρη» που θα πρέπει να ανταποδώσεις. Δες το σαν μια μαγική κόλλα που μας κρατάει όλους μαζί ενωμένους.
Μου λένε ότι έχω πετύχει στη ζωή μου. Νομίζω, όμως, ότι οι περισσότεροι το λένε επειδή κατάφερα να κερδίσω αρκετά χρήματα. Δεν ξέρω… Τα χρήματα είναι, βέβαια, χρήσιμα, αρκεί να ξέρεις πώς να τα χρησιμοποιήσεις όμως. Αλλιώς, είναι άχρηστα και σου δηλητηριάζουν την ψυχή. Σίγουρα, αν δεν τα είχα, δεν θα μπορούσα να βοηθώ εκείνους που έχουν ανάγκη. Όμως, το πόσα θα μένουν στην τσέπη μου δεν είναι κάτι που μ’ ενδιαφέρει. Ποτέ μου δεν μ’ ενδιέφερε. Αυτό που στ’ αλήθεια μ’ ενδιέφερε ήταν να πετύχω ως άνθρωπος. Με ενδιαφέρει να γίνομαι παράδειγμα για τα παιδιά μου. Όπως εκείνος ο άντρας. Ελπίζω να τα κατάφερα. Για να διψάω ακόμα, μάλλον τα έχω καταφέρει.
Σωτήριος Γ. Μάιπας